-
1 θησαυριζω
1) хранить, сохранять, сберегать(ἐν ἀσφαληΐῃ τὰ χρήματα, τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι Her.; ὅπλα τεθησαυρισμένα Plut.)
2) откладывать про запас, накапливать(ἢ φάρμακα ἢ σῖτα ἢ ποτά Xen.; τέν τροφήν Arst.; θησαυροὺς ἑαυτῷ ἐπὴ γῆς NT.)
3) тж. med. хранить в душе, накапливать в памяти(χάριτας Diod.; ἑαυτῷ ὑπομνήματα θησαυρίζεσθαι Plat.; ὀργέν ἑαυτῷ NT.)
τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Diod. — накопившаяся к кому-л. ненависть -
2 θησαυρίζω
A store, treasure up,ἐν ἀσφαλείῃ τὰ χρήματα θ. Hdt.2.121
.ά; θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι to lay it by, ib.86; φάρμακα, σῖτα θ. παρ' αὑτῷ, X.Cyr.8.2.24, etc.; of fruits, lay up in store, preserve, pickle, [καυλοὺς] ἐν ἅλμῃ Thphr.HP6.4.10
; τὸ ἔλαιον θ. [τὰς ὀσμάς] preserves its smell, Id.CP6.19.3:—[voice] Pass.,ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη S.Fr. 398.2
; [ἡ ἐβένη] τὴν χρόαν οὐ -ομένη λαμβάνει τὴν εὔχρουν ἀλλ' εὐθὺς τῇ φύσει Thphr.HP4.4.6
, cf. 3.12.5;ἡ τεθησαυρισμένη τῶν ἀρωμάτων ἀπόλαυσις Agatharch.97
;τὸ θησαυρισθέν IG14.423
ii 37 ([place name] Tauromenium).b abs., hoard, lay up treasure, Phld.Oec.p.71J., Ep.Jac. 5.3;ἑαυτῷ Ev.Luc.12.21
.2 metaph.,θ. σεαυτῷ ὀργήν Ep.Rom. 2.5
;θ. θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ Ev.Matt.6.20
; θ. εὐτυχίαν lay up a store of.., App.Sam.4.3:—[voice] Med., store up for oneself,ἑαυτῷ ὑπομνήματα Pl.Phdr. 276d
, cf. Isoc.15.229:—[voice] Pass.,τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος D.S.20.36
;χάριτας -ισθησομένας Id.1.90
; to be reserved,πυρί 2 Ep.Pet.3.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θησαυρίζω
-
3 θησαυρίζω
θησαυρίζω, aufspeichern, sammeln u. aufbewahren; χρήματα Her. 2, 121; νεκρόν 2, 86; φάρμακα Xen. Cyr. 8, 2, 24; Folgde; pass. ῥὰξ εὖ τεϑησαυρισμένη Soph. fr. 464; τεϑησαυρισμένος φϑόνος D. Sic. 20, 36. – Med., ἑαυτῷ ὑπομνήματα Plat. Phaedr. 367 d; Hdn. 1, 14, 5.
См. также в других словарях:
Σωτήριχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής από τη Λιβύη. Έζησε την εποχή του Διοκλητιανού, τον 3o μ.Χ. αι. για τον οποίο και έγραψε εγκώμιο. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το μυθολογικό έπος Βασσαρικά, σε τέσσερα βιβλία. Άλλα… … Dictionary of Greek